- χειρότευκτος
- -ον, ΜΑκατασκευασμένος με το χέρι, χειροποίητοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρότευκτονη χειρουργική επέμβαση, η εγχείρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].
Dictionary of Greek. 2013.